XX>XY (dikaiwma stin autoekfrasi)
Συγκινημένος απτήν προσπάθεια μου να μην εισπνεύσω το Άγιο χασισάκι σε όλες τις καλοκαιρινές διακοπές εκείνης την χρονιάς, έκλεισα τον Σεπτέμβρη ένα διβδομαδο μοναχικό ταξίδι στην Ολλανδία.
Ένα πρωί στην φωτογραφική μου βόλτα στα κανάλια του Ρότερνταμ εντόπισα δύο ερωτευμένα λεσβιάκια. Καθόνταν στα σκαλιά μιας πολυκατοικίας όπου φιλιόντουσαν και ζουζουνίζαν απροκάλυπτα. Με κοντά κουρέματα και έντονη ακμή και οι δύο τους, πολύχρωμα vintage ρούχα και χιλιολερωμένα παπούτσια, ασκούσαν το δικαίωμα στην αυτοέκφραση. Ακολουθώντας την τάση να φωτογραφίζω ότι μου κινεί το ενδιαφέρον,
απέκτησα την επιθυμία να τις αποθανατίσω. Δε ξέρω τι με έπιασε όμως και αντί να το κάνω κλεφτά και αυθόρμητα όπως συνηθίζω αποφάσισα να τις πλησιάσω και να ζητήσω να πάρω το πορτρέτο τους. Αν και ένθερμος υποστηρικτής της άποψης ότι η επικοινωνία σκοτώνει την φωτογραφία κυνηγούσα ταυτόχρονα πάντα τις αλλόκοτες συναναστροφές στα ταξίδια μου. Τις πλησίασα λοιπόν και σε τίμια Αγγλικά τις χαιρέτησα, τους έκανα την πρόταση μου και προσέθεσα τη συνηθισμένη γαλιφιά
"you look great today, i like your styles".
Όσο μιλούσα τα πρόσωπα των κοριτσιών έμοιαζαν δεκτικά μπροστά στον άγνωστο τουρίστα. Ολοκλήρωσα και γελάσαν κάπως διστακτικά στο κοπλιμέντο μου. Τότε ξαφνικά το πρόσωπο της μίας εκ των δύο άλλαξε αποτομα. Έγινε μαύρο και δυσοίωνο σα να κατακλύστηκε από σκοτεινές σκέψεις, υποψίες και αντιπάθεια. Στη συνέχεια το πρόσωπο ετοιμάστηκε να μιλήσει
"No you can't" εκφράστηκε απότομα.
"Have a nice day though"
Αντιλήφθηκα ότι ήταν ο άντρας του ζευγαριού.
"Ok then" είπα με ένα ψεύτικο χαμόγελο.
"Have a good day too"
Αποκαρδιωμένος από την αποτυχία μου έκανα κάποιες σπασμοδικές κινήσεις αναποφάσιστος για το επόμενο βήμα.
Σήκωσα την μηχανή μου και φωτογράφησα τη γέφυρα και το κανάλι που διέσχιζε τον δρόμο δίπλα μας. Μια ανούσια, ηλίθια φωτογραφία.
Ένιωθα ταραγμένος με την εξουσία που άσκησαν πάνω μου αυτά τα σπυριάρικα κορίτσια άλλα περισσότερο θυμωμένος με τον εαυτό μου που τους έδωσα την ευκαιρία να το κάνουν.
Σκεφτόμουν τη φωτογραφία μου, εκείνη που δε με άφησαν να τραβήξω,και την έκανα εικόνα εκτυπωμένη πάνω στη βιβλιοθήκη με όλα τα βιβλία που δε γράφτηκαν ποτέ, με όλες εκείνες τις ιδέες που έμειναν στο μυαλό των αφεντάδων τούς.
Άραξα σε ένα παγκάκι λίγο πιο δίπλα να στρίψω ένα χασίσι. Παρατηρούσα ότι το πέρασμα μου είχε ανεβάσει την διάθεση των κοριτσιών. Η δύναμη που πήραν στα χέρια τούς, το κοπλιμέντο που δέχτηκαν και η ευκαιρία να με απορρίψουν, ήταν σαν να έζησαν ένα γρήγορο φλερτ. Αν φορούσα κραγιόν ή μιλούσα πισωγλέντικα φυσικά, εμφανίζομουν αδύναμος ή εναλλακτικός, θα με είχαν δεχτεί. Ήμουν εγώ ο straight, λεύκος, cis άντρας που απέρριψαν. Ο πιθανός predator. Με φαντάζονταν να βγάζω την γλώσσα και να ξερογλύφω τα χείλη μου άραγε όταν τους μιλούσα; Τα μάτια μου να ανοίγουν διάπλατα και τα σάλια μου να τρέχουν; Άκουσαν όντως τα λόγια που τους είπα ή άκουσαν
"Can I rape you please?"
Ήμουν εγώ περισσότερο ρατσιστής που καθόμουν και τα σκεφτόμουν αυτά ανάβοντας το τσιγάρο μου ή αυτές, που ενώ φασώνονται, έχουν τώρα σταδιακά αρχίσει να ενοχλούνται που τις κοιτάω;
Λίγες τζουρές μετά, κάπως βεβιασμένα σηκώνονται να φύγουν.
Αυτή είναι η ευκαιρία μου. Ότι διασώσουμε.
Κουμπώνω τον 135mm τηλέφακο στην αναλογική κάμερα ενώ καπνίζω το τσιγάρο ακολουθώντας τες στον πλακόστρωτο δρόμο γύρω από το κανάλι. Κλειδώνω το κάδρο και πατάω το κλικ δύο φορές αποθανατίζοντας τις πολύχρωμες πλάτες τους καθώς απομακρύνονται βιαστικά και με αφήνουνε πίσω..
Τις έχασα.
Το τσιγάρο μου έχει καεί.
Και το φιλμ μου είναι ασπρόμαυρο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου